Γιάννης Βογιατζής
Ο Γιάννης Βογιατζής γεννήθηκε στο Αιτωλικό το 1927. Το Αιτωλικό που ποτέ δεν ξέχασε, που είναι πάντα στην καρδιά του και όπως ο ίδιος αναφέρει "δεν είναι το Αιτωλικό η Βενετία της Ελλάδας, αλλά η Βενετία το Αιτωλικό της Ιταλίας. Είναι το μόνο νησί-στεριά της Ελλάδας."
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και για ένα διάστημα στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Δραματική Σχολή, στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας" στο θέατρο Διονύσσια. Ο ίδιος αναφέρει: "Από παιδί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η πρώτη μου «επαγγελματική» παράσταση ήταν όταν ήμουν επτά χρόνων, στο Αλιβέρι. Διάβασα ένα ποίημα: «Μηχανικός θέλω να γίνω, αυτό πολύ με συγκινεί. Αν πάλι σέκος απομείνω, αν με πλακώσει η μηχανή;». Το είδωλό μου, βέβαια, ήταν ο Τάκης Χορν. Πήγα και τον βρήκα, μεγάλος πια, και του ‘πα «αν κάνω για το θέατρο, θα γίνω ηθοποιός. Αν δεν κάνω, πάλι θα γίνω ηθοποιός». Μου απάντησε «κάνεις» και έδωσα εξετάσεις."
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στην ταινία Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο. Έκτοτε συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους ενώ αρκετές φορές διετέλεσε και θιασάρχης. Η πλούσια κωμική φλέβα του, τον καθιέρωσε στο πλατύ κοινό του ραδιοφώνου (Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού), του κινηματογράφου και της τηλεόρασης (Η Γειτονιά μας, Ο Ονειροπαρμένος).
Ο ίδιος περιγράφει πως ξεκίνησε: "Το σινεμά μπήκε στη ζωή μου το 1957 με το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Έκανα ένα γιατρό. Ένα πλάνο ήταν όπου εξέταζα την Καρέζη. Δεν κοιμήθηκα την προηγούμενη νύχτα. Πριν από κάθε γύρισμα δεν κοιμόμουν. Ο Δαλιανίδης με έβαλε κάποια στιγμή να κάνω τον παρτενέρ της Βλαχοπούλου, κοντά στον Ηλιόπουλο. Στάθηκα τυχερός, έζησα με σπουδαίους ανθρώπους. Βγαίναμε να φάμε, εγώ, ο Νίκος ο Ρίζος και ο Κώστας Βουτσάς, με τις γυναίκες μας, μαζί με τον Τσιφόρο, τον Φίνο, τον Σακελλάριο - εμείς οι ηθοποιοί δεν βγάζαμε λέξη. Τι να πούμε; Οι ηθοποιοί συχνά κάνουμε τους έξυπνους, αλλά τότε μάθαινες από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μιλούσες, άκουγες μόνον."
Μέχρι σήμερα έχει κάνει 68 ταινίες, κυρίως κωμωδίες, κομεντί και φαρσοκωμωδίες. Χαρακτηριστικές του στιγμές στις ταινίες : «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», «Μια Ιταλίδα απ' την Κυψέλη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένα κορίτσι για δύο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο Κοντός», «Θα σε Κάνω Βασίλισσα», «Νύχτα Γάμου», «Το Παιδί της Μαμάς», «Ο Μικές Παντρεύεται» κ.α.
Το καλοκαίρι του 2011 συμμετείχε στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου "Ηρακλής Μαινόμενος" σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ο Γιάννης Βογιατζής, ως κορυφαίος του χορού, ήταν μια τρυφερή κι ευγενική παρουσία. Ανθρώπινος, συγκινητικός, χόρεψε, τραγούδησε, με ενέργεια τέτοια και δόσιμο που πολλοί νεότεροί του ηθοποιοί θα ζήλευαν! "Χάνουμε τους καλύτερους, χάνουμε τις ελπίδες μας και πάμε", ήταν τα τελευταία λόγια του.
Πρόσφατο σημαντικό σημείο αναφοράς του μεγάλου ταλέντου του κ. Γιάννη Βογιατζή, ήταν η καταπληκτική ερμηνεία του, στις 22 Ιουλίου σε μία ιστορική βραδιά στο θέατρο των Δελφών, όπου συγκλόνισε τους θεατές ερμηνεύοντας το λόγο του Αισχύλου από την τραγωδία του «Πέρσες».
Θα πρέπει πάντως να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα γι αυτόν, τον ταπεινό μεν αλλά πολύ μεγάλο ηθοποιό, το ότι αν και σε πολλά έργα ερμήνευσε δεύτερους ρόλους, τους ρόλους αυτούς τους ανέβαζε με άνεση στο ύψος των πρωταγωνιστικών με την χαρισματική έντονη εκφραστικότητα του, αποδίδοντας πέρα από το 100% την ερμηνεία των χαρακτήρων που του εμπιστεύονταν οι μεγάλοι Έλληνες σκηνοθέτες δημιουργοί. Τον ευχαριστούμε λοιπόν ιδιαίτερα για τις απολαυστικότατες ερμηνείες του που μας διασκεδάζουν και ψυχαγωγούν κάθε φορά που τυχαίνει να παρακολουθούμε τις ταινίες του.
Ο Γιάννης Βογιατζής δήλωσε σε μια συνέντευξή του: "Κάνεις θέατρο για την ψυχή σου. Δίνεις την ψυχή σου όχι για να ευχαριστήσεις τον κόσμο αλλά για να λυτρωθείς εσύ. Αλλά όταν εσύ λυτρώνεσαι, λυτρώνεις και τον κόσμο. Όταν είσαι πάνω στη σκηνή πρέπει να είσαι εσύ κι ο θεός».
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και για ένα διάστημα στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Δραματική Σχολή, στο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας" στο θέατρο Διονύσσια. Ο ίδιος αναφέρει: "Από παιδί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Η πρώτη μου «επαγγελματική» παράσταση ήταν όταν ήμουν επτά χρόνων, στο Αλιβέρι. Διάβασα ένα ποίημα: «Μηχανικός θέλω να γίνω, αυτό πολύ με συγκινεί. Αν πάλι σέκος απομείνω, αν με πλακώσει η μηχανή;». Το είδωλό μου, βέβαια, ήταν ο Τάκης Χορν. Πήγα και τον βρήκα, μεγάλος πια, και του ‘πα «αν κάνω για το θέατρο, θα γίνω ηθοποιός. Αν δεν κάνω, πάλι θα γίνω ηθοποιός». Μου απάντησε «κάνεις» και έδωσα εξετάσεις."
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στην ταινία Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο. Έκτοτε συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους ενώ αρκετές φορές διετέλεσε και θιασάρχης. Η πλούσια κωμική φλέβα του, τον καθιέρωσε στο πλατύ κοινό του ραδιοφώνου (Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού), του κινηματογράφου και της τηλεόρασης (Η Γειτονιά μας, Ο Ονειροπαρμένος).
Ο ίδιος περιγράφει πως ξεκίνησε: "Το σινεμά μπήκε στη ζωή μου το 1957 με το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Έκανα ένα γιατρό. Ένα πλάνο ήταν όπου εξέταζα την Καρέζη. Δεν κοιμήθηκα την προηγούμενη νύχτα. Πριν από κάθε γύρισμα δεν κοιμόμουν. Ο Δαλιανίδης με έβαλε κάποια στιγμή να κάνω τον παρτενέρ της Βλαχοπούλου, κοντά στον Ηλιόπουλο. Στάθηκα τυχερός, έζησα με σπουδαίους ανθρώπους. Βγαίναμε να φάμε, εγώ, ο Νίκος ο Ρίζος και ο Κώστας Βουτσάς, με τις γυναίκες μας, μαζί με τον Τσιφόρο, τον Φίνο, τον Σακελλάριο - εμείς οι ηθοποιοί δεν βγάζαμε λέξη. Τι να πούμε; Οι ηθοποιοί συχνά κάνουμε τους έξυπνους, αλλά τότε μάθαινες από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μιλούσες, άκουγες μόνον."
Μέχρι σήμερα έχει κάνει 68 ταινίες, κυρίως κωμωδίες, κομεντί και φαρσοκωμωδίες. Χαρακτηριστικές του στιγμές στις ταινίες : «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», «Μια Ιταλίδα απ' την Κυψέλη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένα κορίτσι για δύο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο Κοντός», «Θα σε Κάνω Βασίλισσα», «Νύχτα Γάμου», «Το Παιδί της Μαμάς», «Ο Μικές Παντρεύεται» κ.α.
Το καλοκαίρι του 2011 συμμετείχε στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου "Ηρακλής Μαινόμενος" σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ο Γιάννης Βογιατζής, ως κορυφαίος του χορού, ήταν μια τρυφερή κι ευγενική παρουσία. Ανθρώπινος, συγκινητικός, χόρεψε, τραγούδησε, με ενέργεια τέτοια και δόσιμο που πολλοί νεότεροί του ηθοποιοί θα ζήλευαν! "Χάνουμε τους καλύτερους, χάνουμε τις ελπίδες μας και πάμε", ήταν τα τελευταία λόγια του.
Πρόσφατο σημαντικό σημείο αναφοράς του μεγάλου ταλέντου του κ. Γιάννη Βογιατζή, ήταν η καταπληκτική ερμηνεία του, στις 22 Ιουλίου σε μία ιστορική βραδιά στο θέατρο των Δελφών, όπου συγκλόνισε τους θεατές ερμηνεύοντας το λόγο του Αισχύλου από την τραγωδία του «Πέρσες».
Θα πρέπει πάντως να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα γι αυτόν, τον ταπεινό μεν αλλά πολύ μεγάλο ηθοποιό, το ότι αν και σε πολλά έργα ερμήνευσε δεύτερους ρόλους, τους ρόλους αυτούς τους ανέβαζε με άνεση στο ύψος των πρωταγωνιστικών με την χαρισματική έντονη εκφραστικότητα του, αποδίδοντας πέρα από το 100% την ερμηνεία των χαρακτήρων που του εμπιστεύονταν οι μεγάλοι Έλληνες σκηνοθέτες δημιουργοί. Τον ευχαριστούμε λοιπόν ιδιαίτερα για τις απολαυστικότατες ερμηνείες του που μας διασκεδάζουν και ψυχαγωγούν κάθε φορά που τυχαίνει να παρακολουθούμε τις ταινίες του.
Ο Γιάννης Βογιατζής δήλωσε σε μια συνέντευξή του: "Κάνεις θέατρο για την ψυχή σου. Δίνεις την ψυχή σου όχι για να ευχαριστήσεις τον κόσμο αλλά για να λυτρωθείς εσύ. Αλλά όταν εσύ λυτρώνεσαι, λυτρώνεις και τον κόσμο. Όταν είσαι πάνω στη σκηνή πρέπει να είσαι εσύ κι ο θεός».