Γιάννης Ξανθούλης
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι Έλληνας μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, το 1947 από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία, σχέδιο και ενδυματολογία θεάτρου. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Μεγάλος Θανατικός, κυκλοφόρησε το 1981 και το 1982 ξεκίνησε να γράφει τα «Σαββατιάτικα» στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Έγραψε αρκετά σατιρικά κείμενα και θεατρικά έργα από τα οποία τα περισσότερα παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ακόμη ασχολήθηκε και με το παιδικό θέατρο, καθώς επίσης έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Το 2012 δέχθηκε έντονη κριτική για τις θέσεις του όπως δημοσιεύτηκαν από αρθρογραφία του. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της ΕΣΗΕΑ.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα, Το πεθαμένο λικέρ, Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, Το ροζ που δεν ξέχασα, Η εποχή των καφέδων, Οικογένεια Μπες-Βγες, Το τρένο με τις φράουλες, ...ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες, Ο Τούρκος στον κήπο, Το τανγκό των Χριστουγέννων, Ο θείος Τάκης, Του φιδιού το γάλα, Κωνσταντινούπολη - Των ασεβών μου φόβων, Η εκδίκηση της Σιλάνας, Δεσποινίς Πελαγία, Ο γιος του δάσκαλου, Την Κυριακή έχουμε γάμο, Εγώ, ο Σίμος Σιμεών, Ζωή μέχρι χθες και Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη.
Στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής του πορείας, ο Γιάννης Ξανθούλης έχει αποδείξει όσο ελάχιστοι συγγραφείς στη χώρα μας ότι η λογοτεχνική του μαεστρία δεν γνωρίζει χρονικά πλαίσια και ευεπίφορες αναγνωστικές διαθέσεις, κι αυτό γιατί η γραφή του στο διάβα τόσων χρόνων κατάφερε να αγκαλιάσει δυο γενιές αναγνωστών και να αναδείξει μυθιστορηματικούς, κι όχι μόνο, κόσμους απαράμιλλης συγκίνησης.
Σε συνέντευξή του ο ίδιος περιγράφει: «Στην Αλεξανδρούπολη με θυμάμαι με πυρετό λόγω της περίφημης ασθένειας των «λαιμών» αλλά γενικά υπήρξα φιλάσθενος, πράγμα που με οδήγησε στο διάβασμα, στο γράψιμο και στην αλληλογραφία. Τρελαινόμουν να γλείφω γραμματόσημα αφού η κόλα τους ήταν η απόλυτη γεύση της επικοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, αν και ήμουν μέτριος μαθητής λόγω πλήρους αδιαφορίας για το σχολείο κι ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα, γνώριζα πολλά για το θέατρο που ήταν και η προτεραιότητά μου. Πρέπει να ήμουν ένας από τους αναγνώστες των ελάχιστων τευχών του περίφημου «Θεάτρου» του Κώστα Νίτσου που έφταναν σε μας"
Στη ίδια συνέντευξη κάνοντας αναφορά στα βιβλία του λέει: «Τα βιβλία μου είναι σαν κι εμένα. Κουβαλούν τη δική μου συννεφιά και ηλιοφάνεια. Δεν γίνεται διαφορετικά. Όσο για τη μεγάλη φράση «Είμαι συγγραφέας» ή «Δεν είμαι και τόσο συγγραφέας» επιφυλάσσομαι να απαντήσω ώσπου να βρεθούν λέξεις που να καθορίζουν σαφώς ενδιάμεσες καταστάσεις. Η μόνη αλήθεια είναι ότι με συγκινεί ότι οι αναγνώστες μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν μαζί μου και να συμμεριστούν τις προθέσεις μου… (που δεν είναι μεσσιανικές, διδακτικές κι άλλα τέτοια θεάρεστα που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας). Τα τελευταία χρόνια μου αρέσουν πολύ ο Μοντιανό, ο Αλεσσάντρο Πιπέρνο, ο Ζέμπαλντ, πάντα ο Γιόζεφ Ροτ και έλληνες σύγχρονοι. Είμαι 72 ετών και δεν επενδύω και τόσο στην τελειότητα ώστε να απογοητεύομαι με τα κοινά. Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Απλώς τώρα είναι πιο τρομακτικά χυδαία. Ώσπου να το συνηθίσουμε. Σαν τις μόδες που είναι αφόρητες και γελοίες δυο φορές, όταν πρωτοεμφανίζονται κι όταν γίνονται ντεμοντέ. Δυστυχώς και η Αριστερά που είχε τόσα αισθηματικά προνόμια στις δεκαετίες του 60 και του 70 σἠμερα θυμίζει… τα παντελόνια καμπάνα»
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, το 1947 από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία, σχέδιο και ενδυματολογία θεάτρου. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Μεγάλος Θανατικός, κυκλοφόρησε το 1981 και το 1982 ξεκίνησε να γράφει τα «Σαββατιάτικα» στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Έγραψε αρκετά σατιρικά κείμενα και θεατρικά έργα από τα οποία τα περισσότερα παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ακόμη ασχολήθηκε και με το παιδικό θέατρο, καθώς επίσης έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Το 2012 δέχθηκε έντονη κριτική για τις θέσεις του όπως δημοσιεύτηκαν από αρθρογραφία του. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της ΕΣΗΕΑ.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα, Το πεθαμένο λικέρ, Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, Το ροζ που δεν ξέχασα, Η εποχή των καφέδων, Οικογένεια Μπες-Βγες, Το τρένο με τις φράουλες, ...ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες, Ο Τούρκος στον κήπο, Το τανγκό των Χριστουγέννων, Ο θείος Τάκης, Του φιδιού το γάλα, Κωνσταντινούπολη - Των ασεβών μου φόβων, Η εκδίκηση της Σιλάνας, Δεσποινίς Πελαγία, Ο γιος του δάσκαλου, Την Κυριακή έχουμε γάμο, Εγώ, ο Σίμος Σιμεών, Ζωή μέχρι χθες και Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη.
Στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής του πορείας, ο Γιάννης Ξανθούλης έχει αποδείξει όσο ελάχιστοι συγγραφείς στη χώρα μας ότι η λογοτεχνική του μαεστρία δεν γνωρίζει χρονικά πλαίσια και ευεπίφορες αναγνωστικές διαθέσεις, κι αυτό γιατί η γραφή του στο διάβα τόσων χρόνων κατάφερε να αγκαλιάσει δυο γενιές αναγνωστών και να αναδείξει μυθιστορηματικούς, κι όχι μόνο, κόσμους απαράμιλλης συγκίνησης.
Σε συνέντευξή του ο ίδιος περιγράφει: «Στην Αλεξανδρούπολη με θυμάμαι με πυρετό λόγω της περίφημης ασθένειας των «λαιμών» αλλά γενικά υπήρξα φιλάσθενος, πράγμα που με οδήγησε στο διάβασμα, στο γράψιμο και στην αλληλογραφία. Τρελαινόμουν να γλείφω γραμματόσημα αφού η κόλα τους ήταν η απόλυτη γεύση της επικοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, αν και ήμουν μέτριος μαθητής λόγω πλήρους αδιαφορίας για το σχολείο κι ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα, γνώριζα πολλά για το θέατρο που ήταν και η προτεραιότητά μου. Πρέπει να ήμουν ένας από τους αναγνώστες των ελάχιστων τευχών του περίφημου «Θεάτρου» του Κώστα Νίτσου που έφταναν σε μας"
Στη ίδια συνέντευξη κάνοντας αναφορά στα βιβλία του λέει: «Τα βιβλία μου είναι σαν κι εμένα. Κουβαλούν τη δική μου συννεφιά και ηλιοφάνεια. Δεν γίνεται διαφορετικά. Όσο για τη μεγάλη φράση «Είμαι συγγραφέας» ή «Δεν είμαι και τόσο συγγραφέας» επιφυλάσσομαι να απαντήσω ώσπου να βρεθούν λέξεις που να καθορίζουν σαφώς ενδιάμεσες καταστάσεις. Η μόνη αλήθεια είναι ότι με συγκινεί ότι οι αναγνώστες μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν μαζί μου και να συμμεριστούν τις προθέσεις μου… (που δεν είναι μεσσιανικές, διδακτικές κι άλλα τέτοια θεάρεστα που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας). Τα τελευταία χρόνια μου αρέσουν πολύ ο Μοντιανό, ο Αλεσσάντρο Πιπέρνο, ο Ζέμπαλντ, πάντα ο Γιόζεφ Ροτ και έλληνες σύγχρονοι. Είμαι 72 ετών και δεν επενδύω και τόσο στην τελειότητα ώστε να απογοητεύομαι με τα κοινά. Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Απλώς τώρα είναι πιο τρομακτικά χυδαία. Ώσπου να το συνηθίσουμε. Σαν τις μόδες που είναι αφόρητες και γελοίες δυο φορές, όταν πρωτοεμφανίζονται κι όταν γίνονται ντεμοντέ. Δυστυχώς και η Αριστερά που είχε τόσα αισθηματικά προνόμια στις δεκαετίες του 60 και του 70 σἠμερα θυμίζει… τα παντελόνια καμπάνα»
Φωτογραφίες: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO